Τα παιχνίδια Life is Strange, έχουν έρθει και έχουν αποτυπώσει με τον πιο εμβληματικό τρόπο, το όνομά τους στην βιομηχανία, μετρώντας ήδη τρία βασικά παιχνίδια, μία remastered επανακυκλοφορία και δύο spin-offs.
Το τιμόνι της ανάπτυξης του παιχνιδιού, ήδη από τον προηγούμενο τίτλο, δηλαδή το Life is Strange: True Colors, κρατά η Deck Nine, η οποία έρχεται να συνεχίσει την πλούσια κληρονομιά που άφησε πίσω της η τότε Dontnod Entertainment (και πλέον DON’T NOD).
Σήμερα θα μιλήσουμε λοιπόν για το Life is Strange: Double Exposure, το οποίο θα αποτελέσει το τέταρτο βασικό και μεγάλο παιχνίδι της σειράς. Έχω στην καρδιά μου και αγαπώ πάρα πολύ το πρώτο παιχνίδι, θεωρώντας το εξαιρετικό σε κάθε πτυχή του. Το ότι μία βασική πρωταγωνίστρια του πρώτου παιχνιδιού, γυρνάει έπειτα από χρόνια ξανά, αποτέλεσε για εμένα μία τεράστια στιγμή.
Στο νέο παιχνίδι λοιπόν, βασική μας πρωταγωνίστρια -ξανά-, είναι η Max Caulfield. Το Double Exposure, διαδραματίζεται δέκα χρόνια μετά τα τραγικά γεγονότα του πρώτου παιχνιδιού στο Arcadia Bay, καθιστώντας το, ένα άμεσο sequel του πρώτου παιχνιδιού.
Έτσι, στον έλεγχό μας θα έχουμε την -όχι πλέον έφηβη-, Max, μίας ιδιόμορφης νεαρής γυναίκας πλέον με super δυνάμεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με το ταξίδι στον χρόνο. Αυτές οι απίστευτες ικανότητες, παρά την προφανή πιθανή χρησιμότητά τους, καταπιέστηκαν από τον Max κατά τη διάρκεια της δεκαετούς διαφοράς μεταξύ των παιχνιδιών, μέχρι που το υποκινούμενο περιστατικό που συνέβη στο παιχνίδι -ένας ανεξήγητος φόνος- αναγκάζει την Max να επιστρέψει ξανά ”στην δράση”.
Μόνο που αυτή τη φορά, οι δυνάμεις της έχουν εξελιχθεί, επιτρέποντάς της να έχει πρόσβαση σε ένα παράλληλο χρονοδιάγραμμα όπου αυτό το θύμα της δολοφονίας είναι ακόμα ζωντανό.
Οι παίκτες μπορούν να αναπηδήσουν μεταξύ των δύο βασικών χρονογραμμών, που ονομάζονται “Living World” και “Dead World”αντίστοιχα. Αυτό γίνεται κατά βούληση. Αυτή η εναλλαγή πραγματικότητας αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του παιχνιδιού και της αφήγησης του Life Is Strange: Double Exposure στην ουσία.
Και από μόνος του, αυτός ο μηχανισμός, είναι πραγματικά πολύ έξυπνος και μπορεί να δημιουργήσει ευφάνταστες συνθήκες στο gameplay. Χωρίς κάποιος καν να παίξει το παιχνίδι, εύκολα θεωρώ, θα μπορούσε να φανταστεί ένας πλήθος από πιθανότητες που μπορούν να παρουσιαστούν σε μία ιστορία, βάση του παραπάνω. Από γελοίες στιγμές ανάμεσα στα δύο παράλληλα σύμπαντα, διάφορα περιβαλλοντικά παζλ και ακόμη περισσότερα. Δυστυχώς, το παιχνίδι σπαταλά τις δυνατότητές του, δίχως να κάνει ποτέ αρκετά για να εξαργυρώσει, αυτό για το οποίο ”διαφήμισε” το όνομά του.
Όσοι έχετε ασχοληθεί με το franchise, γνωρίζετε πολύ καλά, πως τα παιχνίδια Life is Strange, βασίζονται από την αρχή ως το τέλος, σε δύο άξονες. Ιστορία και επιλογές που εσείς θα κάνετε, ώστε να διαμορφώσετε την ροή της και το αποτέλεσμά της.
Εξ’ αρχής, κάποιος πρέπει να γνωρίζει (αν είναι νέος στο είδος και το franchise) ή αν έχει αφιερώσει ήδη χρόνο, ότι δεν πρέπει να περιμένει κάποιο βαθύ gameplay. Ο τίτλος είναι στην ουσία μία διαδραστική ταινία, στην οποία μπορείς να παρεμβαίνεις από εδώ και από εκεί αποσπασματικά. Είτε με τις επιλογές διαλόγων, είτε να χειρίζεσαι τον εκάστοτε χαρακτήρα, ο οποίος μπορεί να αλληλεπιδρά με διάφορα αντικείμενα στον περιβάλλοντα χώρο του.
Οπότε, πρέπει να ποντάρεις σε μία πραγματικά καλή ιστορία. Για αυτό άλλωστε το παίζεις. Και αν κάτι λάτρεψα στο πρώτο παιχνίδι, είναι προφανώς η ιστορία. Εδώ λοιπόν, έχουμε ένα δράμα χαρακτήρων που στρώνεται μέσα από μία ιστορία που διαδραματίζεται σε δύο παράλληλα σύμπαντα. Και τονίζω την λέξη ΔΡΑΜΑ, διότι βλέπουμε τους χαρακτήρες που εμπλέκονται να είναι απροσδόκητα χαρούμενοι και ανέμελοι -ως επί το πλείστον- και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να λαμβάνουμε μπερδεμένους διαλόγους, που εκτείνουν τη γκάμα από οδυνηρά αδέξια έως ενοχλητικά σε σημεία ιστορία.
Όλοι σχεδόν, οι χαρακτήρες είναι επιμελώς σχεδιασμένοι για να εξυπηρετούν το κοινό, κάνοντας πονηρά αστεία και αναφορές με σκοπό να αγαπηθούν από τον παίκτη, αλλά αυτή η προσπάθεια καταλήγει να είναι αναγκαστική και άβολη.
Πολλές φορές, οι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες είναι σαν οι developers να προσπαθούν πάρα πολύ και επιτηδευμένα να σας κάνουν να σας αρέσει ο Χ χαρακτήρας, πράγμα το οποίο εν τέλει έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Άβολες οι στιγμές, που τα σαρκαστικά ”αστειάκια” σκάνε, στις πιο ακατάλληλες στιγμές.
Κάτι το οποίο επίσης θα ήθελα να αναφέρω, είναι πως οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες μας, βρίσκονται στα τέλη της δεκαετίας των είκοσι ετών και όμως συμπεριφέρονται σαν μαθητές γυμνασίου. Ακόμη και η ίδια η Max, η οποία έχει περάσει από όλα αυτά τα γεγονότα στο πρώτο παιχνίδι (και τότε ήταν 18 ετών), φαίνεται να έχει μείνει εκεί. Όχι μόνο τα γεγονότα τα οποία βίωσε και έπρεπε θεωρητικά να την κάνουν πιο ώριμη, αλλά και η ίδια η ηλικία της, 10 χρόνια μετά -φτάνοντας τα 30- θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να αποτυπωθούν στην συμπεριφορά της, τον χαρακτήρα της και τις δράσεις της.
Τα μειονεκτήματα του σεναρίου του παιχνιδιού δεν περιορίζονται μόνο στους διαλόγους. Η ιστορία παρουσιάζεται σαν ένα μυστήριο υπερφυσικού φόνου, και ενώ αυτό είναι τεχνικά αληθές, η δομή του, πάσχει από σοβαρή έλλειψη λογικής που καθιστά δύσκολο να αισθανθεί κανείς ότι έχει επενδύσει πλήρως. Και δίνω ένα παράδειγμα.
Λίγο μετά την δολοφονία, η Max έρχεται αντιμέτωπη με την κύρια θεωρία της αστυνομίας, ότι δηλαδή ο θάνατος αυτός, αποτέλεσε κίνηση αυτοκτονίας. Το θύμα όμως, πέθανε από πυροβολισμό στον κορμό δίχως να βρίσκεται κανένα όπλο στην σκηνή θανάτου. Αυτό, αυτόματα, καθιστά την πλοκή να είναι επιπόλαια. Πολύ απλά, κανένας δεν πρόκειται να υποθέσει, πως μιλάμε για αυτοκτονία!
Επίσης, κάτι ενοχλητικό, είναι τα δεκάδες μηνύματα που κάνουν pop-up στην οθόνη και προέρχονται από τα social media και τα SMS της Max στο κινητό της. Σαν να σε υποχρεώνει το παιχνίδι να τα ανοίξεις την στιγμή που θέλει αυτό, να απαντήσεις την στιγμή που εκείνο θέλει. Πραγματικά το βρήκα άκρως ενοχλητικό. Θα μπορούσε απλά να πετάει ειδοποιήσεις, με μία πιο μικρή γραμματοσειρά, ή να βρει εν πάση περιπτώσει έναν άλλον τρόπο να ειδοποιεί τον παίκτη πως πρέπει να ανοίξει το κινητό.
Δεν θέλω να είμαι άδικος. Το σενάριο είναι ναι μεν ρηχό ως και παιδικό, αλλά έχει και κάποιες συναρπαστικές στιγμές και ένα σημείο που θα αλλάξει τα δεδομένα και σίγουρα θα σας ευχαριστήσει. Αλλά μέχρι εκεί.
Για ακόμη μία φορά η μουσική του τίτλου είναι απίθανη και πλέον είναι κάτι που γνωρίζουμε πως θα βρούμε στην κάθε Life is Strange κυκλοφορία. Top tier μουσική. Ο οπτικός τομέας έχει ανανεωθεί ριζικά και είναι πραγματικά ένα πανέμορφο παιχνίδι, ενώ για την ιστορία να αναφέρουμε πως δοκιμάσαμε τον τίτλο σε PC, δίχως το παραμικρό τεχνικό θέμα.
Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω πως πρέπει να αισθανθώ για το παιχνίδι. Εκεί που πάει ενδεχομένως να χτίσει κάτι πολύ καλό, το γκρεμίζει. Μια χαμένη ευκαιρία, σίγουρα, μπορεί να χαρακτηριστεί και σίγουρα ο ερχομός της αγαπημένης Maxine Caulfield, μόνο ηχηρός δεν είναι…Όσο και αν το περίμενα.
Ευχαριστούμε την CD Media, για την παραχώρηση του παιχνιδιού, ώστε να επιτευχθεί το Review.