Boomer Gamer 2 – Grand Theft Auto: Vice City

44

Όταν σκέφτομαι το Grand Theft Auto: Vice City, τρεις λέξεις μου έρχονται στο μυαλό: Middle Child Syndrome. Οκ, ξέρω πως τα παιχνίδια δεν έχουν ψυχολογικά προβλήματα, αλλά θα εξηγήσω γιατί το λέω.

Η Κατάρα του Μεσσαίου Παιδιού

Το Vice City είναι το δεύτερο σε μια τριλογία παιχνιδιών GTA, το λεγόμενο 3d era. Tο πρώτο ήταν το GTA 3, το δεύτερο ήταν το Vice City και το τρίτο ήταν το San Andreas. Πλέον έχουν και μια Definitive Edition έκδοση της τριλογίας (το οποίο ήταν ένα αναίσχυντο και επονείδιστο cash-grab, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα). Το Vice City έχει την ατυχία να είναι δεύτερο σε μια τριλογία που το πρώτο θεωρείται πρωτοπόρος στο gaming και το τρίτο ήταν ένα παιχνίδι που τα έκανε όλα σωστά. Συμπιεσμένο μεταξύ της ιστορικής σημασίας του GTA 3 και της εμπορικής επιτυχίας που ήταν το San Andreas, το Vice City είναι το μεσαίο παιδί που δεν παίρνει την αναγνώριση που του αναλογεί. Ως εκ τούτου θέλω με αυτό το κείμενο να διορθώσω κάπως την αδικία.

To Outsider Vice City

Το Vice City φτιάχτηκε σε μόλις 9 μήνες μετά την κυκλοφορία του GTA 3. Από άποψη gameplay και μηχανισμών δεν ήταν ιδιαίτερα επαναστατικό, τουλάχιστον συγκριτικά με τα άλλα δύο. Είχαμε πάλι έναν ανοιχτό κόσμο, ένα οπλοστάσιο για να σπέρνεις όλεθρο και καταστροφή, οχήματα, μουσική και μια ιστορία που ναι μεν έκανε την δουλειά της, αλλά δεν αποτελούσε κάτι τρομερά βαθύ. Οι δημιουργοί του το είχαν φανταστεί περισσότερο σαν expansion pack για το GTA 3. Αλλά να που μερικές φορές κάτι που ξεκινάει σαν υποστηρικτικό υλικό, καταλήγει να αποκτά την δική του αυτόνομη ύπαρξη.

Αν το δούμε αυστηρά, το Vice City δεν ήταν τρομερά επαναστατικό και διαφορετικό από το GTA 3. Αλλά εστίασε και βελτίωσε δύο πράγματα στα οποία το GTA 3 νοσούσε, σε σημείο που να πιστεύω πως η πραγματική επιτυχία του Grand Theft Auto δεν ξεκίνησε από το 3 αλλά από το Vice City. Αυτός είναι ο λόγος που ως Boomer Gamer το θεωρώ ως το καλύτερο της 3D era του.

Vice City Nostalgia to the Max

Πρώτον έβαλε το χρώμα και τον χαρακτήρα της δεκαετίας του 80 στο παιχνίδι, επιλέγοντας να το τοποθετήσει σε ένα φανταστικό Μαιάμι. Πιο ογδονταρία πεθαίνεις. Γρήγορα αυτοκίνητα, λεωφόροι με φοίνικες, επαύλεις με πισίνες, παραλίες, ψηλά ξενοδοχεία και φτωχογειτονιές, ηλιοβασιλέματα έξω από το Ocean View hotel – και μόλις κατάλαβα πως το Oceanview Hotel στο Remedyverse είναι αναφορά σε αυτό το ξενοδοχείο – το Vice City τα είχε όλα. Το ρετρό αγγίζει τα κόκκινα με την μόδα, τα ρούχα και τα αυτοκίνητα να είναι πιστά στην χρυσή εποχή της ντίσκο. Εκεί που η Liberty City του GTA3 ήταν μια μαύρη κατάθλιψη στις πενήντα αποχρώσεις του γκρι, το Vice City ήτανε χαρά θεού.

TURN ON THE RADIO!

Το Vice City έχει ΜΑΚΡΑΝ την καλύτερη μουσική από όλα τα GTA, και ούτε το 4 ούτε το 5 δεν κατάφεραν να φτάσουν ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι. Οκ, κάτι πήγε να κάνει το San Andreas, αλλά φευ! Ξεκινάει το παιχνίδι, καβαλάς το παπάκι σαν Νικαιώτης κάγκουρας και καπάκι παίζει το Billie Jean. Παράδεισος. Η ογδονταρία στην μουσική, από την χρυσή εποχή της ποπ μέχρι την ακόμη πιο χρυσή εποχή της μέταλ, ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Το Vice City είχε πληθώρα ραδιοφωνικών σταθμών για όλα τα γούστα. Ακόμη και το Pressing Issues, το talk show του Maurice Chavez, είχε μια καλτίλα που το καθιστούσαν αξιομνημόνευτο.

Vice City χαρακτήρες

Και αυτός ο χαρακτήρας επεκτείνεται ακόμη και στο καστ. Ο Tommy Vercetti είναι ο κλασικός Tony Montana που ψάχνει τα λεφτά του. Οι κακοί είναι κινούμενα στερεότυπα, και οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι στα ίδια επίπεδα. Κι όμως όλοι έχουν χαρακτήρα, σου μένουν στην μνήμη. Αν ο Tommy Vercetti είναι απλώς ένας Tony Montana με την φωνή του Ray Liotta, Ο Lance Vance, ο Phil, o Kent Paul και φυσικά ο Ken Rosenberg είναι γεμάτοι με ενδιαφέρον και ατάκες και αξιομνημόνευτες σκηνές.

Εντάξει, θα πείτε. Το Vice City έχει και χρώμα, και ενδιαφέρον και χαρακτήρες. Ναι, ήταν μια ευχάριστη αλλαγή από το μουντό Liberty City. Είναι αυτό αρκετό; Η απάντηση είναι όχι, αλλά το παιχνίδι αναγνωρίζει ποιο ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα με το GTA3. Και αποφασίζει να το δουλέψει, ίσως καλύτερα από πολλά σύγχρονα video games.

Το GTA3 ήταν ωραίο, μια παιδική χαρά που μπορούσες να σπείρεις την καταστροφή. Όμως πέρα από αυτό δεν είχε κάτι άλλο να κάνεις. Με το πέρας της ιστορίας, το μόνο που σου έμενε ήταν η κλασική γενοκτονία πεζών και αμαξιών (που οκ, δεν παλιώνει ποτέ). Όμως η πόλη παρέμενε στατική, έμοιαζε με σκηνικό κινηματογράφου παρά με ζωντανή πόλη.

Κατοχυρώνεται στον κύριο με το χαβανέζικο

Το Vice City τα αλλάζει όλα, φέρνοντας ειδικές «επιχειρήσεις» που μπορούσες να ξεκλειδώσεις μαζί με τις αντίστοιχες αποστολές τους. Παράλληλα φέρνει ένα σύστημα παθητικού revenue που σε βοηθούσε να κερδίσεις πιο εύκολα τα λεφτά για να αγοράσεις περισσότερες. Πέρα από μια σημαντική, τονωτική ένεση στην ιστορία, η πόλη πλέον σου δίνει την αίσθηση πως μπορείς να κάνεις πράγματα. Μπορείς να πας σε ένα κλαμπ να χορέψεις με τους knock-off Village People. Μπορούσες να πουλήσεις παγωτό. Μπορούσες να τρέξεις σε αγώνες με αυτοκίνητα ή βάρκες και να ξεκλειδώσεις νέα οχήματα. Να αγοράσεις το κινηματογραφικό στούντιο και να ξεκλειδώσεις το υδροπλάνο για να πετάς πάνω από την πόλη. Κύριως μπορούσες να πας στο Pole-Position και να ξοδέψεις τα χρήματά σου σε χαμηλής ανάλυσης χορούς. Ακόμη μπορούσες να αγοράσεις διαμερίσματα που ξεκλείδωναν περισσότερα save points ή να επισκεφτείς το mall και να πάρεις την κατάνα που είχε κρυμμένη εκεί.

Γιατί Boomer Gamer

Εκεί που το GTA3 έδωσε την παιδική χαρά στον παίχτη, το Vice City έδωσε στον παίχτη πράγματα να κάνει. Έκανε το open world περισσότερο ζωντανό και immersive. Δεν έχει σημασία πόσο μεγάλη ή πόσο οπτικά φαντασμαγορική είναι η πόλη. Σημασία έχει ο κόσμος ή ο χάρτης που δημιουργείς. Πρέπει να μπορεί να αλληλεπιδράσει ο παίχτης μαζί του, να κάνει πράγματα, να δοκιμάσει καινούργιες ιδέες. Να δει πως είναι η πόλη όχι μόνο απ’έξω – λες και κοιτάει βιτρίνες – αλλά να νιώσει πως είναι μέρος της.  Υπό αυτή την οπτική γωνία, το  Vice City έθεσε τα θεμέλια για το σύγχρονο open world sandbox πολύ περισσότερο από το GTA3 και τα τελειοποίησε στο GTA San Andreas.

Προσωπικά, πάντα θα έχω τις μνήμες που οδηγούσα την freeway μοτοσυκλέτα από το Ocean Beach μέχρι το Vice Pont, και από πίσω έπαιζε το Bark at the Moon του Ozzy Osbourne. Αυτές ήταν ένδοξες μέρες.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.