Kingdom Come: Deliverance 2 | Review

69

Προσωπικά, θεωρώ το Kingdom Come: Deliverance, ένα παιχνίδι ορόσημο στην ιστορία του RPG είδους. Από το πουθενά, ένα μικρό studio στην Πράγα της Τσεχίας, με μεράκι και αμέριστη αγάπη, κατάφερε να μας παραδώσει ένα πολύ δυνατό gameplay, μία πραγματικά πανέμορφη studio, μεταφέρνοντάς μας, με τον πιο μοναδικό τρόπο στο μεσαιωνικό Βασίλειο της Βοημίας κατά το 1403.

Ο τίτλος κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2018, και 7 χρόνια μετά η Warhorse Studios, επιστρέφει μεγαλύτερη (σε αριθμό ατόμων στο studio), και σίγουρα πιο έμπειρη. Το Kingdom Come: Deliverance, έδωσε την ευκαιρία στους Τσέχους, να αναδείξουν το ταλέντο τους και πλέον, έχοντας την οικονομική υποστήριξη, είναι έτοιμοι να μας παραδώσουν το Kingdom Come: Deliverance 2.

Ένα παιχνίδι, το οποίο έρχεται επί της ουσίας να αποτελέσει το αρχικό όραμα που είχε το studio για το πρώτο παιχνίδι, αλλά λόγω ελάχιστων πόρων, δεν μπόρεσε να γίνει πράξη.

Στο Kingdom Come: Deliverance, ενσαρκώνουμε τον γιο ενός σιδερά από τη Βοημία το 1403. Η ζωή του Henry καταρρέει όταν οι μισθοφόροι του King Sigismund επιτίθενται στο χωριό του Skalitz, σκοτώνοντας τους χωρικούς του μαζί με τους γονείς του Henry.

Αφού έτρεξε για να σώσει τη ζωή του, ο Henry ορκίζεται να εκδικηθεί την οικογένειά του, να πάρει πίσω το κλεμμένο σπαθί του πατέρα του και να μην τρέξει ποτέ ξανά.

Βρίσκοντας τον εαυτό του στην υπηρεσία του Sir Radzig Kobyla, μιας ευγενούς ηγετικής αντίστασης εναντίον του Sigismund, ο Henry ανεβαίνει στις τάξεις για να γίνει χρήσιμος υπηρέτης του λοχαγού του στις προσπάθειές του να εντοπίσει και να διεισδύσει στον εχθρό.

Στο δρόμο του συναντά πολλές ενδιαφέρουσες φιγούρες, τόσο υψηλών όσο και χαμηλών γενιών – όπως την Thereza, την κόρη ενός γενναίου μυλωνά που σώζει τη ζωή του Χένρι, τον Sir Hans Capon , έναν νεαρό και ενίοτε ανόητο ευγενή καθώς και τον Father Godwin, έναν ανοιχτόμυαλο αλλά αμαρτωλό ιερέα.

O Henry προσπαθεί να βοηθήσει τον Kobyla, και άλλους τοπικούς ευγενείς να απελευθερώσουν τον βασιλιά Wenceslas που κρατείται αιχμάλωτος από τον αδελφό του Sigismund, στη χώρα της Βοημίας εν μέσω αδελφοκτονίας και πολιτικής αναταραχής. Απέναντί ​​τους στέκονται οι σύμμαχοι του Sigismund, ο στρατηγός του και αρχηγός της επιδρομής Skalitz Markvart von Aulitz, ο κατάσκοπος και τεχνίτης του Sir Istvan Toth και ο μαθητευόμενος Erik.

Μετά από πολυάριθμες αψιμαχίες μεταξύ της αντίστασης και των δυνάμεων του Sigismund, ο Sir Hans Capon, συνοδευόμενος από τον Henry ως σωματοφύλακά του, αποστέλλεται στο Trosky Castle για να συγκεντρώσει πρόσθετη ευγενή υποστήριξη κατά του υποψηφίου του θρόνου.

Kαι από εκείνο ακριβώς το σημείο αρχίζει το sequel μας. Η ιστορία του παιχνιδιού και οι πρώτες ώρες, όπως και στο πρώτο παιχνίδι, ξεκινούν λίγο ”μουδιασμένα”. Ώρα με την ώρα όμως, βλέπουμε πως η ιστορία αρχίζει και βρίσκει τα πατήματά της. Μετά τις πρώτες 15 ώρες, αρχίζουμε πραγματικά να βλέπουμε το τι θέλουν να μας πουν οι δημιουργοί.

Και πέρα από την ιστορία του ίδιου του πρωταγωνιστή μας, αυτό που πραγματικά λάτρεψα, είναι η μαεστρία της Warhorse, να περνά διάφορα κοινωνικά μηνύματα, με εξαιρετικά ιδιαίτερο τρόπο. Κοινωνικά μηνύματα που αφορούν το σήμερα, τυλιγμένα με τον μανδύα του μεσαιωνικού setting στο οποίο παίζουμε.

Όπως και στο πρώτο παιχνίδι έτσι και εδώ, μιλάμε για ένα άκρως ρεαλιστικό στον πυρήνα του RPG. Πρέπει να τρως καλά, να κοιμάσαι, να επιλέγεις πως θα απαντήσεις στους διαλόγους, να είσαι καθαρός μιας και το lifestyle σου καθορίζει όσο ποτέ άλλο, το πως ο κόσμος του παιχνιδιού και η ίδια η ιστορία θα εξελιχθεί.

Ο τίτλος σε ορισμένα σημεία καταρρίπτει τον όρο RPG, και σε σημεία είναι ένα μεσαιωνικό life sim, θέλοντας να βάλει τον παίκτη να ”δουλέψει” για να αποκτήσει ή να κάνει και το πιο βασικό πράγμα. Άλλοτε γίνεται πιο action, αλλά στον πυρήνα του είναι ένα παραδοσιακό καλό RPG!

Δεν θα μπορούσα να μην σταθώ στο ανανεωμένο -αλλά ίδιας λογικής με το πρώτο παιχνίδι- σύστημα μάχης. Αρχικά, έχουμε την προσθήκη νέων όπλων, όπως το ”εθιστικό” crossbow καθώς και αυτά τα ιδιαίτερα boomsticks, τα οποία προσδίδουν μία άλλη διάσταση στο gameplay.

Η μάχη συνεχίζει να είναι ”βαριά” και ”ρεαλιστική” όπως έχοντας παίξει το πρώτο παιχνίδι, καταλαβαίνεις το πόσο πιο άμεση είναι. Σίγουρα στην αρχή θα δυσκολευτείτε να μάθετε την λούπα της μάχης, αλλά εφόσον ”πιάσετε” την λογική της και πως ακριβώς δουλεύει…θα εθιστείτε σας το υπογράφω.

Στα του gameplay, αυτό που μου την ”χάλασε” κάπως ήταν η διαδικασία με την παραγωγή των potions τα οποία απαιτούν χρόνο για να τα φτιάξεις και ένα σωρό από tutorials για να μάθεις την διαδικασία παραγωγής τους. Θα προτιμούσα απλά να τα αγοράζω από κάπου ή να τα φτιάχνω πιο άμεσα, παρά να πρέπει να μάθω συνταγές και βοτανολογία. Κατανοώ μεν, την επιλογή των developers, να δώσουν ακόμη και εκεί μία αληθοφανή προσέγγιση αλλά προσωπικά με κούρασε.

Ίσως, σε μερικούς, δεν κάτσει καλά, και ο αδιανόητος μεγάλος αριθμός διαλόγων που υπάρχει, που ενίοτε σε σημεία χαλάει το pacing.

Όμως αυτό που κάνει τον τίτλο για εμένα, να ξεχωρίζει είναι ο κόσμος του. Αυτό που έχει καταφέρει η Warhorse είναι πραγματικά αξεπέραστο. Η ζωντάνια και το πόσο ”αληθινός” φαίνεται ο κόσμος του τίτλου είναι πραγματικά άξιος πολλών συγχαρητηρίων. Ο τρόπος με τον οποίο έχουν καταφέρει να μεταφέρουν τον μεσαίωνα στις οθόνες μας, είναι διθυραμβικός.

Κάθε λιβάδι, κάθε καλύβα, κάθε χωριό, όλα μα όλα, είναι με μαθηματική ακρίβεια μελετημένα και δοσμένα στον τίτλο. Αν κάτσω και αναλογιστώ, ποιο άλλο παιχνίδι μου προσέφερε μία τέτοια εμπειρία, δύσκολα μπορώ να σκεφτώ. Ίσως το RDR2; Δεν ξέρω, μιλάμε για μοναδική εμπειρία.

Και όλα αυτά με το πέπλο μίας υπέροχης μουσικής, δια χειρός Jan Valta και της συμφωνικής ορχήστρας της Πράγας, και με μία μηχανή γραφικών που ρίχνει σαγόνια παρέα με έναν οπτικό τομέα, που σε σημεία δεν θα πιστεύετε τι βλέπετε. Η Cry Engine, σε όλης το μεγαλείο.

Θα ήθελα να σταθώ επίσης, στο πόσο καλύτερο ήταν το παιχνίδι από τεχνικής απόψεως, σε σχέση με τον προκάτοχό του. Η PC έκδοση, στην οποία βασίζεται και αυτό το Review, ήταν ΓΥΑΛΙΣΜΕΝΗ, στις περίπου 70 ώρες που πέρασα παρέα με το παιχνίδι, στοίχημα αν είδα bugs τα οποία μπορούν να μετρηθούν με τα δάχτυλα τους ενός χεριού.

Από εκεί και πέρα ο τίτλος έτρεχε νεράκι και φαίνεται εξ ‘αρχής ότι η Warhorse έχει κάνει σοβαρή δουλειά εδώ.

Εν κατακλείδι το Kingdom Come Deliverance 2, είναι αυτό που λέμε το απόλυτο sequel. Παίρνει όλα τα στοιχεία του πρώτου παιχνιδιού και τα αναβαθμίζει ένα προς ένα προς το καλύτερο. Απίστευτο υλικό για να ασχοληθεί κάποιος παίκτης πέρα του main quest, με δεκάδες ώρες υλικού και αποστολών, ένας πέρα για πέρα πανέμορφος και αληθινός κόσμος, μία απίστευτα δεμένη ιστορία συνθέτουν, ένα από τα καλύτερα RPGs, που έχουμε δει τα τελευταία έτη.

Ευχαριστούμε την Plaion και την Warhorse για την παραχώρηση του παιχνιδιού, ώστε να επιτευχθεί το Review. 

 

ΣΥΝΟΨΗ ΚΡΙΤΙΚΗΣ
Ιστορία
8
Gameplay
9
Ψυχαγωγία
10
Ήχος και Soundtracks
9
Οπτικός Τομέας
9
Αντοχή στον Χρόνο
9
Προηγούμενο άρθροΤο επόμενο Battlefield αποκαλύφθηκε και αυτά είναι τα πρώτα πλάνα! (ΒΙΝΤΕΟ)
Επόμενο άρθροNinja Gaiden 2 Black | Review
George Nterilas
Παρών στην οικογένεια από το 2015... Σε άλλα νέα, αγαπώ Rockstar και Max Payne. Που και που παίζει και κανά FIFA. _Εditor in Chief_.
kingdom-come-deliverance-2-review-cyprusgamerTo Kingdom Come Deliverance 2, είναι το απόλυτο sequel, και ένα από τα καλύτερα RPGs που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Ο κόσμος του και η ιστορία του, είναι εκεί για να ''πάρουν΄΄ μαζί τους και τον πιο απαιτητικό παίκτη. Δώστε του χρόνο και θα βιώσετε μία μοναδική μεσαιωνική εμπειρία ζωής.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.